- ὁμονόως
- ὁμόνοοςof one mindadverbialὁμόνοοςof one mindmasc/fem acc pl (doric)ὁμόνουςof one mindmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόνους — ὁμόνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλο, σύμφωνος. επίρρ... ὁμονόως (Α) σύμφωνα με κάτι, συμφώνως, ομοψύχως, ομοφρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νοῦς, νοός] … Dictionary of Greek